- διψήφιος
- -α, -ο(για αριθμό) αυτός που αποτελείται από δύο ψηφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην Κρίσιν βιβλίων Δ' Ολυμπιάδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διψήφιος — α, ο αριθμός που έχει δύο ψηφία, π.χ. 24 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)